ἐπιποίητον

ἐπιποίητον
ἐπῑποίητον , ἐπί-ἰπόω
press
pres opt act 2nd dual

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιποίητος — ἐπιποίητος, ον (Α) [επιποιώ] πρόσθετος, επίπλαστος, προσποιητός («καὶ εἶδε θροῡν ἐκείνων, εἴτε τὸν ὄντα, εἴτε τὸν ἐπιποίητον», Συνέσ.). επίρρ... ἐπιποιήτως πρόσθετα, τεχνητά, ψεύτικα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”